παροξύνει — παροξύ̱νει , παροξύνω urge aor subj act 3rd sg (epic) παροξύ̱νει , παροξύνω urge pres ind mp 2nd sg παροξύ̱νει , παροξύνω urge pres ind act 3rd sg παροξύ̱νει , παροξύνω urge aor subj act 3rd sg (epic) παροξύ̱νει , παροξύνω urge pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek
εμπρηστής — ο (Α ἐμπρηστής) νεοελλ. 1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος 2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη αρχ. αυτός που βάζει φωτιά … Dictionary of Greek
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
παροξυντής — ὁ, ΝΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που παροξύνει, που παρορμά, που ερεθίζει αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «παροξυνταί οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἄν δὴ ἐρασταί» … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek